Εμφανίστηκαν πριν λίγες μέρες στον διεθνή και ελληνικό τύπο πηχιαίοι τίτλοι που διατυμπανίζουν πως η διαλειμματική νηστεία (ΔΝ) αυξάνει τον κίνδυνο για θανάτους από καρδιαγγειακά κατά 91%. Ας δούμε πόσο τεκμηριωμένη είναι αυτή η είδηση.
Το πρώτο μεγάλο πρόβλημα με την είδηση είναι πως πρόκειται για ανακοίνωση σε συνέδριο της Αμερικανικής Καρδιολογικής Ένωσης και όχι για δημοσιευμένη μελέτη! Η ανακοίνωση έδινε μόνο περιληπτικά προκαταρκτικά αποτελέσματα. Δεν δόθηκαν τα αναλυτικά στοιχεία της έρευνας. Δεν γνωρίζουμε καν πόσοι ήταν που έκαναν “διαλειμματική νηστεία”, δεν αναφέρεται ο αριθμός στην ανακοίνωση! Για να δημοσιευτεί μια μελέτη περνάει από επιτροπή που κρίνει τη μεθοδολογία της ανάλυσης και την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων. Μετά τη δημοσίευση ακολουθεί το λεγόμενο “peer review”, όπου το άρθρο δέχεται κριτικές ή επιβεβαιώνεται από άλλους επιστήμονες. Τίποτα από αυτά δεν συνέβηκε, οπότε θα έπρεπε κανονικά η Αμερικανική Καρδιολογική Ένωση να αποφύγει οποιαδήποτε ανακοίνωση πριν έχει την πλήρη μελέτη και όλα τα στοιχεία. Αλλιώς, ρισκάρει το δικό της κύρος.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι πως πρόκειται για έρευνα με ερωτηματολόγια, όπου ο ίδιος ο συμμετέχων ανακαλεί τι έφαγε και απαντά. Αυτές οι έρευνες έχει υπολογιστεί ότι έχουν μια πολύ χαμηλή αξιοπιστία 55% για το πρώτο ερωτηματολόγιο και 66% για το δεύτερο (link). Γιατί δεν είναι εύκολο να θυμηθεί κανείς τι ώρα έφαγε και τι ακριβώς έφαγε. Και στη συγκεκριμένη μελέτη περιλήφθηκαν άτομα που απάντησαν για το πρόγραμμα διατροφής δύο μόνο ημερών, όχι απαραίτητα συνεχόμενων. Πράγμα που καταλαβαίνετε πως μειώνει ακόμα περισσότερο την αξιοπιστία, καθώς μπορεί πριν ή μετά από αυτές τις μέρες, οι ώρες φαγητού να ήταν διαφορετικές. Αυτού του είδους οι έρευνες, καθώς και όλες οι έρευνες παρατήρησης μπορούν στην καλύτερη περίπτωση να οδηγήσουν σε μια υπόθεση, ένα συσχετισμό, δεν μπορούν να αποδείξουν αιτιακή σχέση. Για να αποδειχθεί αιτιακή σχέση, χρειάζεται ελεγχόμενη έρευνα στην οποία όλοι οι άλλοι παράγοντες να παραμένουν σταθεροί. Δηλαδή, θα έπρεπε να επιστρατευθούν εθελοντές να χωριστούν σε δύο ομάδες με ίση εκπροσώπηση φύλου, εθνικότητας, επιπέδων άσκησης, κατανάλωσης αλκοόλ ή τσιγάρου κλπ. και να δοθεί ίδια ακριβώς διατροφή και στις δύο ομάδες, ώστε το μόνο που να διαφέρει να είναι το ωράριο διατροφής.
Το τρίτο πρόβλημα είναι πως… δεν βγαίνουν τα νούμερα.
Υπερτονίστηκε η αύξηση του κινδύνου κατά 91% στους θανάτους από καρδιαγγειακά στην ομάδα που έκανε IF, αλλά υποβαθμίστηκε το γεγονός ότι η συνολική θνησιμότητα και οι θάνατοι από καρκίνο (πλην των ήδη καρκινοπαθών) παρέμειναν ίδια.
Όπως γνωρίζουμε, τα καρδιαγγειακά είναι η πρώτη αιτία θανάτου παγκοσμίως, αποτελώντας περίπου το 29% του συνόλου των θανάτων (στοιχεία ΠΟΥ 2020).