Στις απαρχές του 20ού αιώνα οι Αμερικανοί μεγιστάνες Rockefeller και Carnegie, ο πρώτος ιδιοκτήτης βιομηχανίας πετρελαίου και ο δεύτερος ιδιοκτήτης χημικής βιομηχανίας, συνασπίστηκαν για να δημιουργήσουν την πρώτη βιομηχανία φαρμάκων. Αυτοί οι ίδιοι, θέλοντας να προωθήσουν τα προϊόντα της φαρμακοβιομηχανίας που δημιούργησαν, χρηματοδότησαν και στήριξαν τη δημιουργία της Αμερικανικής Ιατρικής Ένωσης και της Αμερικανικής σύγχρονης Ιατρικής, ελέγχοντας το περιεχόμενο σπουδών των ιατρικών σχολών στη χώρα και εκτοπίζοντας όλες τις άλλες μορφές ιατρικής που υπήρχαν μέχρι τότε, χαρακτηρίζοντάς τις συλλήβδην και με συνοπτικές διοικητικές (διόλου επιστημονικές) διαδικασίες «τσαρλατάνους» και «κομπογιαννίτες».
Μια νέα εποχή Ιατρικής άνοιγε. Η εποχή της μαζικής Ιατρικής του μέσου όρου. Η νέα βιομηχανία κληρονόμησε την παραδοσιακή γνώση της χρήσης βοτάνων, αλλά πλέον μπορούσε είτε να απομονώσει από το φυτό μια και μοναδική ουσία σε καθαρή χημική μορφή είτε να αντιγράψει αυτή την ουσία παρασκευάζοντας την κυρίως από παράγωγα του πετρελαίου. Οι χημικά καθαρές δραστικές ουσίες των φαρμάκων δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για μαζικά πειράματα, στα οποία μελετιούνται οι επιδράσεις των ουσιών αυτών σε πλήθος ανθρώπων, καταγράφονται τα ποσοστά επίτευξης της επιθυμητής δράσης και τα ποσοστά και η σοβαρότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών (παρενεργειών). Αν η επιθυμητή δράση φτάνει σε ικανοποιητικά επίπεδα σε ικανοποιητικό αριθμό των ανθρώπων, χωρίς σοβαρές παρενέργειες, τα φάρμακα εγκρίνονται.
Η πρώτη μαζική εφαρμογή των νέων χημικά καθαρών ουσιών ήταν τα αντιβιοτικά, τα εμβόλια και τα παυσίπονα. Σε συνθήκες πολέμων και κακών συνθηκών υγιεινής, οι ουσίες αυτές συνέβαλαν στη μείωση της θνησιμότητας και τη νοσηρότητας. Αυτή τη μείωση, η επίσημη ιατρική αρέσκεται να ιδιοποιείται και να επιδεικνύει ως αποκλειστική επιτυχία της. Ωστόσο, στη μείωση αυτή θα πρέπει να συνυπολογιστεί η εξίσου θεαματική βελτίωση των συνθηκών υγιεινής, με την ανάπτυξη συστημάτων μαζικής ύδρευσης και αποχέτευσης, την απομάκρυνση των εκτρεφόμενων ζώων από μέσα στους οικισμούς, την καλύτερη οργάνωση διανομής και συντήρησης τροφίμων και βέβαια την οικονομική ανάπτυξη που επέτρεψε στα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα να έχουν πρόσβαση σε όλα αυτά. Ο συγγραφέας θεωρεί ανοιχτό το ζήτημα του βαθμού που ο καθένας από τους πιο πάνω παράγοντες συνέβαλε στη συνολική μείωση της νοσηρότητας και θνησιμότητας παγκόσμια.
Η δυνατότητα μαζικής παραγωγής ομοιόμορφων φαρμάκων δημιούργησε τελείως νέες συνθήκες άσκησης της Ιατρικής.
Ο σύγχρονος γιατρός χορηγεί τα φάρμακα βάσει οδηγιών που εκδίδουν οι επιστημονικοί φορείς διεθνώς, οι οποίες οδηγίες έχουν τη μορφή αλγορίθμου, δηλαδή θέτουν τυποποιημένες προϋποθέσεις διάγνωσης και εργαστηριακών εξετάσεων υπό τις οποίες χορηγείται το φάρμακο. Ο κλινικός γιατρός παραμερίζει τις ατομικές διαφορές κληρονομικότητας, ιστορικού, συνθηκών ζωής του ασθενούς κλπ, συγκεντρώνεται αποκλειστικά στα διαγνωστικά κριτήρια των οδηγιών και με βάση αυτά χορηγεί το φάρμακο.
Οι οδηγίες αυτές, με άλλα λόγια, αφορούν ένα στατιστικό μέσο όρο ασθενούς. Ο γιατρός δεν χρειάζεται να κάνει περισσότερη έρευνα για τα αίτια των συμπτωμάτων, τη φύση τους, τους εσωτερικούς παθογενετικούς μηχανισμούς και αλληλεπιδράσεις στον οργανισμό του ασθενούς. Αν, για παράδειγμα, ο ασθενής εμφανίζει ψηλή χοληστερόλη, ψηλή αρτηριακή πίεση, ψηλή ή χαμηλή θυρεοειδοτρόπο ορμόνη, ο γιατρός δεν χρειάζεται κάτι άλλο για να αποφασίσει τη χορήγηση φαρμάκου, οι οδηγίες δεν μπαίνουν σε περισσότερες λεπτομέρειες.
Οι οδηγίες αυτές, παρ’ όλο που εκδίδονται από επιστημονικούς φορείς, είναι τελικά δεσμευτικές για τον γιατρό. Γιατί, άσχετα με τις γνώσεις και την κλινική εμπειρία που μπορεί να έχει, άσχετα με την προσωπική γνώμη που μπορεί να σχηματίσει για κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό, δύσκολα αποφασίζει να τις παραβεί, καθώς κινδυνεύει σε περίπτωση κακής έκβασης του περιστατικού (ακόμα και χωρίς δική του ευθύνη) να κατηγορηθεί για αμέλεια. Αντίθετα, αν μετά από χορήγηση του φαρμάκου το περιστατικό έχει κακή έκβαση (ακόμα και εξαιτίας του φαρμάκου), ο γιατρός δεν κινδυνεύει να κατηγορηθεί, αφού η θεραπεία που εφάρμοσε καλύπτεται από τις οδηγίες. Οι παρενέργειες, όταν εμφανιστούν, αντιμετωπίζονται ως «παράπλευρη απώλεια», ως στατιστικά αναμενόμενες σε μια γενικά αποδεκτή ως ορθή και τεκμηριωμένη θεραπευτική επιλογή.
Ο γιατρός μέσα σε αυτό το κλίμα χάνει τη διάθεση για μελέτη, πέραν της παρακολούθησης των επίσημων οδηγιών μέσα από ιατρικά περιοδικά που συνήθως χρηματοδοτούνται από τις ίδιες τις φαρμακευτικές εταιρίες. Οι παραδοσιακές ιατρικές γνώσεις του παλιού, έμπειρου κλινικού γιατρού σιγά σιγά παραμερίζονται και παροπλίζονται και οι γιατροί τείνουν να περνούν γρήγορα στις εργαστηριακές εξετάσεις που αναφέρονται στις οδηγίες. Δυστυχώς, υπό αυτές τις συνθήκες ο γιατρός χάνει όλο και περισσότερο την ανεξάρτητη επιστημονική του κρίση και περιορίζεται στην συνταγογράφηση βάσει των οδηγιών.
Η υπόλοιπη κοινωνία, από την άλλη, εγκατέλειψε (πλην εξαιρέσεων) την παραδοσιακή γνώση, εγκατέλειψε την αυτοθεραπεία που ήταν δεδομένη σε κάθε σπίτι σε παλιότερες εποχές ελλιπούς πρόσβασης σε μαζικές ιατρικές υπηρεσίες και παρέδωσε την ευθύνη για την υγεία της στον γιατρό. Ο γιατρός ανυψώθηκε, ηρωοποιήθηκε, πολύ πέραν των πραγματικών του θεραπευτικών ικανοτήτων.
Ο μέσος άνθρωπος, μέσα στο άγχος της καθημερινής εργασίας, δεν ασχολείται πια με την υγεία του, ασχολείται με τη δουλειά και την οικογένειά του και όταν κάποιο σύμπτωμα φτάσει να τον εμποδίζει να συνεχίσει τις συνήθεις δραστηριότητες του (που πιθανότατα σχετίζονται με την πρόκληση του συμπτώματος), επισκέπτεται τον γιατρό. Του περιγράφει το σύμπτωμα και αναμένει από αυτόν να κάνει κάποιου είδους διορθωτική εξωγενή παρέμβαση, με ένα μαγικό φάρμακο ή με μια χειρουργική επέμβαση, που να τον επαναφέρει σε μια κατάσταση που συμβατικά θεωρείται «υγεία», ώστε να μπορεί να συνεχίσει τις ίδιες (νοσογόνες) δραστηριότητες.
Η εξέλιξη αυτή της ιατρικής μοιάζει αναπόφευκτο αποτέλεσμα της βιομηχανικής ανάπτυξης. Καθαρές χημικά ουσίες, που δοκιμάζονται στον «μέσο» άνθρωπο, παράγονται σε μαζική κλίμακα, συνταγογραφούνται και χορηγούνται μαζικά από τον «μέσο» γιατρό βάσει καθολικών οδηγιών που αφορούν τον «μέσο» άνθρωπο.
Πόσο αποτελεσματική είναι όμως αυτή η μορφή ιατρικής; Δείτε τις στατιστικές σε διπλανό άρθρο.