Παρατηρήσατε ποτέ πως στις εργαστηριακές σας εξετάσεις τα φυσιολογικά όρια για την ολική χοληστερόλη και την LDL, την περιβόητη “κακή” χοληστερόλη, ορίζονται προς τα πάνω, αλλά όχι προς τα κάτω;
Η Ευρωπαϊκή Καρδιολογική Ένωση (ESC) στις τρέχουσες οδηγίες της που εκδόθηκαν το 2019, αναφερόμενη στα επιθυμητά επίπεδα LDL (της λεγόμενης «κακής» χοληστερόλης) υιοθετεί το σύνθημα «Όσο πιο χαμηλά τόσο πιο καλά!», μέχρι και το εντελώς αφύσικο επίπεδο των 38 mg/dL. Αυτά τα επίπεδα βέβαια δεν υπάρχει τρόπος να επιτευχθούν με απλά διατροφικά μέσα, οδηγούν κατευθείαν σε φαρμακευτική αγωγή.
Μπορεί η μυθολογία γύρω από τη χοληστερόλη να θέλει τη ψηλή ολική χοληστερόλη και την LDL να προκύπτουν ως αποτέλεσμα της ψηλής κατανάλωσης λιπαρών τροφών, αλλά και μόνο το τι συμβαίνει σε περίπτωση νηστείας καταρρίπτει αυτή την πεποίθηση. Μετά από 7 μέρες νηστείας, η ολική χοληστερόλη αυξάνεται κατά μέσο όρο κατά 37% και η LDL κατά 66%.
Μια μελέτη φακέλων 137 χιλιάδων ασθενών από 541 νοσοκομεία των ΗΠΑ έδειξε πως όσοι εισήχθησαν με στεφανιαία νόσο είχαν επίπεδα LDL κατά μέσο όρο 104,9 mg/dL. Αυτά τα επίπεδα ήταν χαμηλότερα από τον μέσο όρο του γενικού πληθυσμού που ήταν 123 mg/dL. Με άλλα λόγια, η χαμηλή LDL σχετίζεται με ψηλότερο κίνδυνο για στηθάγχη ή έμφραγμα. Και μάλιστα, 21,1% των ασθενών αυτών λάμβαναν φαρμακευτική αγωγή για να διατηρούν χαμηλά τα επίπεδα της χοληστερόλης τους. Το συμπέρασμα βέβαια των ερευνητών ήταν πως το «φυσιολογικό» όριο της LDL έπρεπε να χαμηλώσει κι άλλο…
Μια άλλη πολύ μεγάλη κορεατική έρευνα του 2019 με 348 χιλιάδες άτομα έδειξε ακόμα πιο γλαφυρά το ίδιο πράγμα. Οι ερευνητές χώρισαν τα άτομα αυτά (που, σημειωτέο, δεν λάμβαναν φάρμακα ελάττωσης της χοληστερόλης) σε 5 κατηγορίες ανάλογα με τα επίπεδα LDL: <70 mg/dL, 70-99 mg/dL, 100-129 mg/dL, 130-159 mg/dL και >160 mg/dl. Η μελέτη των φακέλων αυτών των ατόμων έδειξε πως τόσο η συνολική θνησιμότητα (1,95 προς 1), όσο και ο κίνδυνος θανάτου από καρδιαγγειακά (2,02 προς 1), αλλά και οι θάνατοι από καρκίνο (2,06 προς 1) της ομάδας με την πιο χαμηλή LDL (<70 mg/dL) ήταν περίπου διπλάσια σε σύγκριση με την ομάδα με LDL 100-129 mg/dL. Στην περίπτωση των θανάτων από καρκίνο, η ομάδα με LDL 130-159 mg/dL είχε ακόμα καλύτερα αποτελέσματα.
Η σημασία των αποτελεσμάτων αυτών γίνεται ακόμα μεγαλύτερη αν λάβει κανείς υπόψιν πως όσοι είχαν χαμηλότερη LDL κατά μέσο όρο είχαν χαμηλότερη αρτηριακή πίεση, μικρότερο δείκτη μάζας σώματος, χαμηλότερη γλυκόζη, μικρότερη κατανάλωση αλκοόλ και λιγότερο κάπνισμα. Αυτό δεν αφήνει καμιά αμφιβολία πως η χαμηλή LDL είχε ανεξάρτητο συσχετισμό με διπλάσια θνησιμότητα από καρδιαγγειακά, καρκίνο ή οποιαδήποτε άλλη αιτία.
Οι συγγραφείς στα συμπεράσματα τους σημειώνουν πως «τα αποτελέσματα αυτά κατά ένα παράδοξο τρόπο αντικρούουν την παραδοσιακή υπόθεση για την LDL, δηλαδή δείχνουν μειωμένη καρδιαγγειακή και συνολική θνησιμότητα σε χαμηλότερα επίπεδα LDL». Είναι σύνηθες στις σχετικές έρευνες οι ερευνητές να μιλούν για «παράδοξο», καθώς η χρήση σκληρότερων εκφράσεων μπορεί να τους φέρει σε σύγκρουση με τα καρδιολογικά επιτελεία. Στη συνέχεια, διατυπώνουν την υπόθεση πως ίσως αυτός ο συσχετισμός έχει να κάνει με τον τρόπο που κατέβηκαν τα επίπεδα LDL και πως ίσως αν κατέβαιναν με φάρμακα (στατίνες) τα αποτελέσματα να ήταν διαφορετικά. Αν όμως ο τρόπος που επιτυγχάνεται η μείωση έχει σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα, σημαίνει πως η μείωση καθ’ αυτή παύει να έχει ανεξάρτητο συσχετισμό.
Συνεπώς, δεν είναι παράξενο που αυξάνονται οι φωνές που λένε πως η χοληστερόλη, ολική και «κακή» δεν αποτελούν αξιόπιστο δείκτη κινδύνου και θα πρέπει να αντικατασταθούν με άλλους.