Το μοντέλο της μαζικής, βιομηχανικής ιατρικής που περιέγραψα σε διπλανό άρθρο έχει πολλά προβλήματα. Ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ ο «μέσος» άνθρωπος, η δράση των φαρμάκων δεν είναι ίδια σε όλους τους ανθρώπους, οι «παρενέργειες» είναι συνήθως απρόβλεπτες και μόνο εμπειρικά μπορεί η ιατρική να τις καταγράψει.
Η σύγχρονη ιατρική στην πραγματικότητα είναι το σημείο συνάντησης δύο κόσμων. Στον επιστημονικό κόσμο του πειράματος οι ερευνητές επιδιώκουν πάντα να δημιουργήσουν σταθερές συνθήκες, αλλά στην περίπτωση της ιατρικής ο ανθρώπινος οργανισμός, η ανθρώπινη φύση είναι συναρπαστικά πολύχρωμη κι απρόβλεπτη. Επιπρόσθετα, στη μακροσκοπική παρατήρηση των ανθρώπων σε πραγματικές κοινωνικές συνθήκες και τη στατιστική μελέτη της υγείας πληθυσμών («επιδημιολογική», όπως ονομάζεται) οι παράγοντες που υπεισέρχονται και περιπλέκουν τη σχέση αιτίου και αποτελέσματος είναι τόσο πολλοί που δύσκολα μπορούν να εντοπιστούν και να υπολογιστούν. Ακόμα κι αν αποδειχτεί μια συσχέτιση, αυτό δεν αποδεικνύει αιτιακή σχέση. Είναι σαν να παρατηρείς ότι τα κιτρινισμένα νύχια σχετίζονται με αυξημένη πιθανότητα για καρκίνο του πνεύμονα και να συμπεραίνεις πως ο καθαρισμός τους ίσως βοηθήσει στη μείωση του.
Ένας τέτοιος αστάθμητος πειραματικός παράγοντας είναι και η διατροφή. Όσο κι αν εξελίχθηκε η σύγχρονη ιατρική φυσικά δεν μπορεί να …εκτοπίσει τη διατροφή ή να μειώσει τη σημασία της. Οι άνθρωποι τρώνε! Και τα κριτήρια που συνήθως χρησιμοποιούμε για να αποφασίσουμε τι, πότε και πόσο θα φάμε είναι η οικονομική μας κατάσταση, ο χρόνος που μπορούμε να διαθέσουμε για την προετοιμασία του γεύματος και η γευστική μας απόλαυση.
Όμως, κάθε τι που τρώμε έχει μια βιολογική δράση στο σώμα μας, σε όλα τα συστήματα, σε όλα τα όργανα. Είτε για την παραγωγή ενέργειας, είτε για την ανάπτυξη, αναδόμηση, αναγέννηση του σώματός μας είτε για την αλληλεπίδραση του με τον έξω κόσμο. Η τροφή, πέραν της επιβίωσης μας, ρυθμίζει τη διάθεσή μας, την παραγωγή ορμονών, το είδος, το πλήθος και την ισορροπία των μικροβίων που ζουν στο σώμα μας, την έκφραση των γονιδίων μας και σε μεγάλο βαθμό τις παθήσεις μας και το ρυθμό γήρανσής μας. Έτσι, με κάθε γεύμα μας, με κάθε σνακ, με κάθε μπουκιά ακόμα, «αποφασίζουμε» πόσο θέλουμε να επηρεάσουμε τις λειτουργίες του οργανισμού μας, προς τα πού θέλουμε να τις κατευθύνουμε.
Το ίδιο το τρόφιμο είναι ένας ολόκληρος κόσμος από «δραστικές» ουσίες, μέρος της ποικιλόμορφης φύσης, ζωντανής και απρόβλεπτης, που δεν χωράει εύκολα σε εργαστηριακά σωληνάκια και όργανα ακριβείας. Τη μια χρονιά θα βρέξει, την άλλη θα έχει περισσότερο ήλιο και το ίδιο φυτό θα δώσει καρπούς ή άνθη με διαφορετική συγκέντρωση «δραστικών» ουσιών. Στη μια περιοχή το έδαφος θα έχει περισσότερο σίδηρο ή σελήνιο, στην άλλη περισσότερο πυρίτιο ή άζωτο και το αποτέλεσμα θα είναι πάλι ποικίλο. Αυτό καθιστά δυσκολότερο τον πειραματικό χειρισμό των τροφίμων και την εξαγωγή βέβαιων πειραματικών αποτελεσμάτων. Οι σύγχρονοι γιατροί, που εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην πειραματική απόδειξη, δεν αρκεί να γνωρίζουν πως το σκόρδο ρίχνει την πίεση. Θα ήθελαν να είναι σε θέση να προσδιορίσουν πόσο ακριβώς σκόρδο ρίχνει πόσο ακριβώς την πίεση. Κι αυτό είναι δυστυχώς αδύνατον. Τόσο το σκόρδο όσο και ο άνθρωπος που το τρώει είναι μη μετρήσιμοι παράγοντες.
Ο συγγραφέας του βιβλίου δηλώνει βέβαια υπέρμαχος της πειραματικής απόδειξης. Αλλά, είναι ανώφελο και αντιεπιστημονικό να μην αναγνωρίζουμε τα όρια των δυνατοτήτων της. Ο μόνος επιστημονικός δρόμος που απομένει είναι να αποδεχτούμε πως καθημερινά ο άνθρωπος εισάγει στο σώμα του με τη διατροφή ένα πλήθος από «δραστικές» ουσίες, σε μικρές συνήθως δόσεις.
Η ασυμβατότητα της φαρμακο-κεντρικής ιατρικής με την αστάθμητη διατροφή οδηγεί στην υποτίμηση της επιστήμης της διατροφολογίας/διαιτολογίας. Η ίδια η διατροφολογία άνθισε στα μέσα της δεκαετίας του 1980, εξαιτίας της δυναμικής παρέμβασης γυναικών επιστημόνων, χωρίς, κατά την άποψή μου, να καταφέρει ποτέ να ενσωματωθεί πλήρως στην ιατρική κλινική πρακτική.
[Σκόπιμα τονίζω το φύλο, γιατί τα ανδροκρατούμενα ιατρικά επιτελεία έβλεπαν (και σε μεγάλο βαθμό συνεχίζουν να βλέπουν) τη διατροφή ως υποδεέστερη, συμπληρωματική της ιατρικής επιστήμης και ως γυναικεία υπόθεση. Το 2017, στις ΗΠΑ υπήρχαν 98,053 διαιτολόγοι, 90.6% των οποίων γυναίκες, 3.8% άνδρες και για 5.6% δεν υπήρχαν πληροφορίες φύλου. https://www.nutritionandfitnesspro.com/2017/06/22/gender-and-racial-diversity-in-registered-dietitian-nutritionists.]
Οι διατροφικές οδηγίες που δίνουν οι γιατροί στους παχύσαρκους, διαβητικούς, υπερτασικούς κλπ. ασθενείς ή η παραπομπή τους σε διατροφολόγο είναι συμπληρωματικά της θεραπείας με φάρμακα που παραμένει ο χρυσός κανόνας.
Έτσι, όταν η ιατρική προσπάθησε να παρέμβει στη διατροφή τα έκανε μαντάρα! Οι οδηγίες για την «υγιεινή διατροφή» που κυριαρχούν σε ολόκληρο τον πλανήτη σήμερα συντάχθηκαν από διοικητικούς υπαλλήλους του Υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ στη δεκαετία του 1970 χωρίς σοβαρή επιστημονική τεκμηρίωση και από τότε, μετά από 50 χρόνια, παραμένουν πάνω κάτω αναλλοίωτες, παρά την αυξανόμενη επιστημονική αμφισβήτηση. Όπως θα διαβάσετε στη συνέχεια του βιβλίου, η εμμονή σε αυτή την καταστροφική γραμμή έχει περισσότερο να κάνει με οικονομικά συμφέροντα παρά με την ιατρική επιστήμη.
Είναι πεποίθησή μου πως η επιδείνωση της υγείας του πληθυσμού των ανεπτυγμένων χωρών, με την αύξηση των χρόνιων εκφυλιστικών παθήσεων, είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των οδηγιών αυτών. Όλο και περισσότερο αποδεικνύεται ο κεντρικός ρόλος του μεταβολισμού και η σχέση των διαταραχών του με αυτές τις παθήσεις. Η ιατρική κοινότητα αντί να κινητοποιηθεί από την αύξηση αυτών των παθήσεων και να αναζητήσει το πρόβλημα στις διατροφικές οδηγίες, απαντά με αυξανόμενη συνταγογράφηση φαρμάκων, χωρίς να αλλάζει την περίπου αδιάφορη στάση της απέναντι στη διατροφή.